- πετάννυμι
- και πεταννύω, ΜΑ1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν' ἁλός», Ομ. Οδ.β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.)2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα καὶ τὰς παλάμας», Ιωάνν. Ελεήμ.)αρχ.1. προθυμοποιούμαι, απλώνω τα χέρια για να υποδεχθώ2. παθ. πετάννυμαι(για θύρες) ανοίγω, είμαι ανοιχτός3. φρ. «θυμὸν πετάσαι» — το να δίνει κανείς θάρρος σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πετάννυμι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «απλώνω, εκτείνω», η οποία απαντά ως δισύλλαβη petā- και ως μονοσύλλαβη pet- και συνδέεται με λατ. pateo «είμαι ανοιχτός», patulus «ανοιχτός, ευρύς», αβεστ. paθana- «μεγάλος, πελώριος», αρχ. άνω γερμ. fedel-gold «φύλλο χρυσού» (με επίθημα -l-, πρβλ. πέτα-λ-ον). Ο αρχαιότερος τ. ενεστ. τού ρ. είναι ο τ. πίτνημι* (< *pot-n-eә2-) με το έρρινο ένθημα -ν- (πρβλ. κίρ-ν-ημι, σκίδ-ν-ημι). Ο τ. πετάννυμι (< *πετάσ-νυ-μι) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. ἐ-πέτασ-α (με απαθές το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο) με ενεστωτικό επίθημα -νυ- (πρβλ. κεράννυμι: ἐκέρασα, σκεδάννυμι: ἐσκέδασα). Ο παρακμ. πέ-πτα-μαι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο) εμφανίζει υστερογενές -ᾰ- βραχύ, σε αντίθεση προς το -ᾱ- τού κέκρᾱμαι (βλ. λ. κεράννυμι). Τέλος, από το ρ. πετάννυμι (πρβλ. πέταλον) προέρχονται τα ανθρωπωνύμια Πέταλος, το οποίο μαρτυρείται πιθ. ήδη στη Μυκηναϊκή, Πατάλας, Πετάλη, Πεταλώ].
Dictionary of Greek. 2013.